φάρε' — φάρεα , φάρος a large piece of cloth neut nom/voc/acc pl (epic ionic) φάρει , φάρος a large piece of cloth neut nom/voc/acc dual (attic epic) φάρεϊ , φάρος a large piece of cloth neut dat sg (epic ionic) φάρει , φάρος a large piece of cloth neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρέτρα — Ο όρος προέρχεται από το ρήμα φέρω. Θήκη δερμάτινη, ξύλινη ή μεταλλική, σε σχήμα στενόμακρο, κλειστή από το ένα μέρος και ανοιχτή από το άλλο. Κατά την αρχαιότητα στη φαρέτρα έβαζαν τα βέλη τους οι στρατιώτες που ήταν οπλισμένοι με τόξα. Την… … Dictionary of Greek
χύτρα — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. κύθρη και δωρ. τ. κύθρα και σικελ. τ. κύτρα Α πήλινο μαγειρικό σκεύος για βράσιμο φαγητού, με δύο συνήθως λαβές, κν. σήμερα τσουκάλι (α. «Χριστός θα φέρη ξύλα και ψωμί και μίαν χύτραν κοχλάζουσαν επί τού πυρός», Παπαδ. β.… … Dictionary of Greek
bher-5 — bher 5 English meaning: shining; brown Deutsche Übersetzung: “glänzend, hellbraun” Note: extensions of bher ‘shine, appear, seem”, bhereĝ , bherek̂ ‘shine”. Material: O.Ind. bhalla ḥ, bhallaka ḥ bhallū̆ka ḥ “bear” ( ll… … Proto-Indo-European etymological dictionary